ἐθέρισε

ἐθέρισε
θερίζω
do summer-work
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλαμώμαι — καλαμῶμαι, άομαι (Α) [καλάμη] 1. μαζεύω τα στάχια που έμειναν στον αγρό μετά τον θερισμό, σταχυολογώ 2. συλλέγω, συγκεντρώνω καρπούς, κυρίως ελιές, σταφύλια 3. μτφ. συγκεντρώνω με κόπο όσα ευτελή απέμειναν («Ἀλέξανδρος ἐθέρισε τὴν Ἀσίαν, ἐγὼ δὲ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”